- κακουχιῶν
- κακουχίαmaltreatmentfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαθεσιμότητα — η 1. η ιδιότητα τού διαθέσιμου (προσώπου ή πράγματος) 2. η απομάκρυνση υπαλλήλου από την οργανική θέση του για ένα διάστημα 3. φρ. «τιμητική διαθεσιμότητα» κατάσταση αξιωματικών που κατέστησαν ανίκανοι εξαιτίας σοβαρών τραυμάτων ή κακουχιών.… … Dictionary of Greek
τραχηλίζω — ΝΑ [τράχηλος] κάμπτω ή στρίβω προς τα πίσω τον λαιμό ζώου για να τό σφάξω μσν. αρχ. (κυρίως το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ., ως ουσ.) τά τετραχηλισμένα αυτά που έχουν φανερωθεί («πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῑς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ», ΚΔ) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ευθύμιος Αγριτέλλης — (Παράκοιλα Λέσβου, 1876 – Αμάσεια 1921). Εθνομάρτυρας και επίσκοπος Ζήλων. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης. Διετέλεσε δάσκαλος και ιεροκήρυκας στη Λέσβο και στη συνέχεια πρωτοσύγκελος της μητρόπολης Μηθύμνης. Ως επίσκοπος διακρίθηκε για την… … Dictionary of Greek
Μοισιόδαξ, Ιώσηπος — (Τσερναβόντα, Βλαχία 1730; – Βουκουρέστι 1800). Διδάσκαλος του Γένους, ο πρώτος Νεοέλληνας παιδαγωγός κι ένας από τους πρωιμότερους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα νεανικά του χρόνια είναι ανεπαρκείς και… … Dictionary of Greek
Τέιλορ, Ζάκαρι — (Taylor, 1784 – 1850). Αμερικανός στρατιωτικός και πολιτικός, 12ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Γεννήθηκε στην πολιτεία Βιρτζίνια και ήταν τρίτος γιος του συνταγματάρχη Ριχάρδου Τέιλορ, ο οποίος διακρίθηκε στον πόλεμο της ανεξαρτησίας. Ο Τ.… … Dictionary of Greek
Χοϊδάς — Επώνυμο οικογένειας της Κεφαλονιάς. 1. Γεώργιος (1772 – 1848). Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα και αργότερα γεωπονία στη Βονωνία. Γύρισε στην Κεφαλονιά και στη διάρκεια του 1821 ενίσχυσε οικονομικά τα αποσπάσματα των συμπατριωτών του που πήραν μέρος … Dictionary of Greek